- ακρόπολη
- Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα - και την ηπειρωτική και τα νησιά - αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε περιπτώσεις εχθρικής επιδρομής. Συχνά το ύψωμα αυτό ήταν οχυρωμένο με περισσότερες από μια σειρά τειχών-περιβόλων. Η διαμόρφωση του εδάφους στους ελληνικούς χώρους, με τους συχνούς χαμηλούς αλλά και οχυρούς λόφους, συνετέλεσε ώστε να δημιουργηθούν α. από τη νεολιθική ακόμα περίοδο (Διμήνι, Σέσκλο στη Θεσσαλία, Τροία στη Μικρά Ασία, Ακρόπολη Αθηνών, Άγιος Ανδρέας στη Σίφνο κ.ά.). Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο η α. περιλάμβανε και την κατοικία του βασιλιά, όπως στην Τίρυνθα, στις Μυκήνες, στη Θήβα, στην Ιωλκό, στην Πύλο, στην Αθήνα κ.α. Αργότερα, με την εμφάνιση πιο δημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης, η α. έγινε το επίσημο θρησκευτικό κέντρο των πόλεων. Τα βασιλικά ανάκτορα αντικαταστάθηκαν τότε από ναούς αφιερωμένους στους θεούς της πόλης και η α. απέκτησε ιερό χαρακτήρα, χωρίς να πάψει όμως να είναι καταφύγιο των πολιτών σε ώρες πολέμου. Με τη δημιουργία ελληνικών αποικιών, οι α. διαδόθηκαν και έξω από την Ελλάδα, ιδιαίτερα στην Ιταλία. Η χρησιμοποίησή τους σταμάτησε την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Την παράδοση των αρχαίων α. έμελλε να συνεχίσουν αργότερα τα μεσαιωνικά κάστρα, που εξυπηρετούσαν τους ίδιους αμυντικούς σκοπούς με εκείνες και πολλές φορές χτίζονταν στις ίδιες ακριβώς θέσεις.
Ακρόπολητης Αθήνας.Η α. της Αθήνας αποτελεί το κέντρο απ’ όπου αναπτύχθηκε η πόλη. Τα παλαιότερα λείψανα ζωής (νεολιθικά, 3500 π.Χ.) βρέθηκαν στις πλαγιές και στην κορυφή του βράχου. Στην επόμενη περίοδο (πρωτοελλαδική, έως το 2000 π.Χ.) ο συνοικισμός φαίνεται ότι αναπτύχθηκε και εξακολούθησε ακμαία τη ζωή του και όταν ύστερα από το 2000 π.Χ. έφτασαν στην Ελλάδα τα πρώτα ελληνικά φύλα. Στην τελευταία προϊστορική περίοδο, τη μυκηναϊκή (1600-1100 π.Χ.), η α., οχυρωμένη με τα ογκώδη πελασγικά τείχη, έγινε η έδρα του βασιλιά της Αθήνας. Επάνω στην α. ήταν χτισμένο το ανάκτορο του ηγεμόνα και κατοικίες άλλων ευγενών. Το 1200 π.Χ. περίπου η α., ακολουθώντας τη μεταβολή που άρχισε να συντελείται στη ζωή της Αθήνας και όλης της Ελλάδας, έπαψε να είναι έδρα του ηγεμόνα και διοικητικό κέντρο και μετατράπηκε σιγά-σιγά σε θρησκευτικό κέντρο της πόλης, η οποία εξαπλώθηκε γύρω από τον Ιερό Βράχο· τη θέση του μυκηναϊκού ανακτόρου και των κατοικιών πήραν ιερά κτίσματα. Από τους πρώτους όμως αιώνες των λεγόμενων ιστορικών χρόνων δεν έχει απομείνει τίποτα· τα παλαιότερα λείψανα ναών επάνω στην α. ανάγονται στα πρώτα χρόνια του 6ου π.Χ. αι. Μπροστά από τις Καρυάτιδες που έχουν μεταφερθεί στο παρακείμενο μουσείο διακρίνονται εύκολα τα θεμέλια ενός μεγάλου ναού, που πρέπει να δημιουργήθηκε γύρω στο 570 π.Χ. και αποτελούσε τον παλαιότερο ναό της Πολιάδας Αθηνάς, το ιερότερο κτίριο των Αθηνών όλων των εποχών. Έχουν σωθεί τα γλυπτά των αετωμάτων του, ο γνωστός τρισώματος δαίμων και τα λιοντάρια, από πωρόλιθο, που βρίσκονται στο Μουσείο της Α. Πολλά άλλα πώρινα γλυπτά από αετώματα, περίπου της ίδιας εποχής, μαρτυρούν ότι επάνω στην α. υπήρχαν και άλλα κτίρια, ναοί και θησαυροί. Πολλοί αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι και στη θέση του Παρθενώνα υπήρχε την εποχή αυτή ένας ακόμα μεγάλος ναός, ο πρωταρχικός Παρθενώνας. Κατά τα μέσα του 6ου αι. ο Πεισίστρατος χρησιμοποίησε την α. ως διοικητική έδρα, κυρίως γιατί το ισχυρό τείχος της τού προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο ίδιος έφερε από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βραυρώνα, τη λατρεία της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, στην οποία αφιερώθηκε ένα τέμενος (κομμάτι) του ιερού βράχου, δυτικά από τον Παρθενώνα.Οι διάδοχοί του, οι Πεισιστρατίδες, ξανάχτισαν τον παλαιό ναό της Πολιάδας Αθηνάς και τον στόλισαν με μαρμάρινα εναέτια γλυπτά. Πριν από τους Περσικούς πολέμους είχε αρχίσει να χτίζεται πώρινος Παρθενώνας, αλλά μόλις που πρόφτασαν να υψωθούν λίγο οι κίονές του, γιατί καταστράφηκε και αυτός στην περσική επιδρομή. Η περσική αυτή καταστροφή του 480 π.Χ. υπήρξε τραγικός σταθμός στην ιστορία της α.· οι ναοί πυρπολήθηκαν και τα πλούσια αφιερώματα, που κάλυπταν τον υπαίθριο χώρο, έγιναν συντρίμμια. Όταν οι Αθηναίοι ξαναγύρισαν στην πόλη τους καθάρισαν τον χώρο, επισκεύασαν το δυτικό μισό του ναού της Πολιάδας, για να στεγάσουν προσωρινά το διιπετές (ουρανόπεμπτο) άγαλμά της και έθαψαν στα φυσικά κοιλώματα της επιφάνειας του Ιερού Βράχου όλα τα κομμάτια των γλυπτών, που τα βρήκε ύστερα από περίπου 24 αιώνες (1885-91) ο Π. Καββαδίας στην περίφημη περσική επίχωση και τα οποία στολίζουν σήμερα το Μουσείο της Α. Την οριστική μορφή του, όπως είναι μέχρι σήμερα γνωστή, την απέκτησε ο Ιερός Βράχος από το 450 έως το 420 π.Χ., σύμφωνα με το όραμα του Περικλή και με τα σχέδια των εξαίρετων συνεργατών του, προπάντων του μεγάλου Φειδία. Από την περσική καταστροφή είχε σωθεί μόνο το κρηπίδωμα του μεγάλου ναού της Αθηνάς, που είχαν αρχίσει να χτίζουν οι Αθηναίοι. Επάνω σε αυτό το κρηπίδωμα θεμελιώθηκε το 447 π.Χ. ο Παρθενώνας. Τα σχέδια ήταν του Ικτίνου που συνεργάστηκε με τον Καλλικράτη, αλλά τη γενική εποπτεία είχε ο Φειδίας, που, μαζί με τους συνεργάτες μαθητές του, τον Αλκαμένη, τον Αγοράκριτο, τον Καλλίμαχο κ.ά., σχεδίασε και εκτέλεσε τον εκπληκτικό γλυπτικό διάκοσμο του ναού, τα δύο αετώματα, τη ζωφόρο και τις μετόπες. Του Φειδία έργο ήταν και το πελώριο χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς, που στήθηκε στον σηκό του ναού. Το ιερό διιπετές ξόανο της θεάς εξακολουθούσε να βρίσκεται στον δυτικό χώρο του παλαιότερου ναού της Πολιάδας Αθηνάς.
Το 421 π.Χ., μέσα στα δύσκολα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, άρχισε να χτίζεται το Ερέχθειο, ο κομψός και περίπλοκος ναός της Πολιάδας Αθηνάς, ιωνικού ρυθμού, ο ιερότατος ναός των Αθηνών. Μοναδικός και ανεπανάληπτος στον τύπο του, με την κομψότητά του, προβάλλει ως συμπλήρωμα του «ηρωικού δωρικού ρυθμού του Παρθενώνα». Το Ερέχθειο είναι εντελώς ιδιότυπο ως κτίριο. Φαίνεται πως ο μεγαλόπνοος αρχιτέκτονάς του αναγκάστηκε έως ένα σημείο να του δώσει αυτή τη μορφή, θέλοντας να σεβαστεί παλιούς βωμούς και ιερά σημάδια του χώρου, συνυφασμένα με την πανάρχαια θρησκευτική παράδοση των Αθηναίων. Το Ερέχθειο τέλειωσε, ύστερα από διακοπές, μόλις το 409-405 π.Χ.
Το 427-424 π.Χ. χτίστηκε, με σχέδια του Καλλικράτη, ο μικρός ναός της Αθηνάς Νίκης, στη θέση του παλιού μυκηναϊκού πύργου. Στην είσοδο της α. υπήρχε παλιότερα ένα απλό πρόπυλο. Ο Περικλής, με σχέδια του Μνησικλέους, κατασκεύασε (437-432) αμέσως μετά τον Παρθενώνα τα λαμπρότερα προπύλαια της αρχαιότητας.
Οι επόμενοι αιώνες δεν πρόσέθεσαν στην α. σημαντικά μνημεία. Μόνο στα χρόνια του Αυγούστου (προ του 14 π.Χ.) χτίστηκε ανατολικά του Παρθενώνα ένας κυκλικός μονόπτερος ιωνικός ναΐσκος, αφιερωμένος στον Αύγουστο και στη Ρώμη. Σε όλες τις εποχές της ελληνικής αρχαιότητας, αλλά και στους χρόνους της ρωμαιοκρατίας, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην α. με αποτέλεσμα πλήθος αφιερώματα-αγάλματα, μικρά και μεγάλα, ανάγλυφα ψηφισματικά και αναθηματικά και αμέτρητα άλλα αφιερώματα και επιγραφές, να γεμίσουν κυριολεκτικά τον χώρο του Ιερού Βράχου. Με την επικράτηση του χριστιανισμού ο Παρθενώνας έγινε χριστιανική εκκλησία (Παναγία η Αθηνιώτισσα), με την προσθήκη κόγχης ανατολικά. Την ίδια τύχη γνώρισε και το Ερέχθειο, όπως επίσης και τμήμα των Προπυλαίων. Ο Φλωρεντινός Ατσαγιόλι μετέτρεψε τον Παρθενώνα σε καθολική εκκλησία (1381-95) και εγκατέστησε τα ανάκτορά του στα Προπύλαια. Όταν, το 1458, οι Τούρκοι έδιωξαν τους Φράγκους από την Αθήνα, ο Παρθενώνας έγινε τζαμί, τα Προπύλαια κατοικία του φρούραρχου, ο οποίος εγκατέστησε στο Ερέχθειο το χαρέμι του, και ένας μικρός συνοικισμός κατέλαβε όλο τον ελεύθερο χώρο. Το 1656 καταστράφηκε η μεσαία στοά των Προπυλαίων από έκρηξη μπαρούτης που ήταν συγκεντρωμένη εκεί και πήρε φωτιά από κεραυνό. Το 1687 ανατινάχτηκε το μεγαλύτερο μέρος του Παρθενώνα πάλι από έκρηξη δυναμίτιδας (οι Τούρκοι τον χρησιμοποιούσαν τότε ως πυριτιδαποθήκη) που πήρε φωτιά από μια οβίδα του πυροβολικού του Μοροζίνι. Τέλος, το 1801 ο λόρδος ‘Ελγιν αφαίρεσε τα περισσότερα γλυπτά του Παρθενώνα, έναν κίονα και μια Καρυάτιδα του Ερέχθειου και τα μετέφερε στο Λονδίνο (σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο). Οι Τούρκοι έφυγαν από την α. την 1η Απριλίου 1833. Το 1835 αποχώρησαν οι στρατωνιζόμενοι εκεί Βαυαροί. Από τότε ο Ιερός Βράχος εκκαθαρίστηκε, ερευνήθηκε και αποδόθηκε στον κόσμο με την πρώτη του λάμψη (βλ. λ. Αθήνα, τέχνη. Ελλάδα, τέχνη). Στα μέσα της δεκαετίας 1980-90 με πρωτοβουλία της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, ξεκίνησε μια προσπάθεια επιστροφής των μαρμάρων που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο και την τοποθέτησή τους σε Μουσείο κοντά στην α., χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο Παρθενώνας είχε μελετηθεί ειδικά, ώστε να προβάλλει στο πιο ψηλό σημείο του Ιερού Βράχου, σε ύψος τριών τετάρτων, μόλις τον αντίκριζε κανείς απο τα Προπύλαια. Έτσι φαινόταν όχι μόνο η αρχιτεκτονική του γραμμή αλλά και ο πλαστικός του όγκος. (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Λιθογραφία του 19ου αι. που αναπαριστά την Ακρόπολη της Αθήνας. Επισημαίνεται η μεγαλοπρέπεια της εισόδου, ενδεικτική της ακμής και του πλούτου της αρχαιάς πόλης.
Πίνακας που απεικονίζει την Ακρόπολη την εποχή της τουρκοκρατίας (Αρχιεπισκοπή Αθηνών).
Ο ναός της Αθηνάς Νίκης, έργο ιωνικού ρυθμού του Καλλικράτη, στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Τα Προπύλαια της Ακρόπολης, έργο του Μνησικλέους.
Η νοτιοανατολική όψη του Ερέχθειου με την Πρόσταση των Καρυάτιδων, που οι αρχαίοι Αθηναίοι πίστευαν ότι περιέκλειε και προστάτευε τον τάφο του μυθικού βασιλιά τους, του Κέκροπα.
Η βορειοδυτική όψη της Ακρόπολης της Αθήνας, όπου προβάλλεται καθαρά ο φρουριακός της χαρακτήρας. Στα σπήλαια της βορινής πλευράς σημειώνονται οι πρώτες ανθρώπινες εγκαταστάσεις κατά το 3000. Γύρω στον λόφο, με την ασφάλεια που παρέχει, αναπτύσεται σιγά-σιγά ο συνοικισμός. Η κορυφή του θα γίνει αργότερα θρησκευτικό κέντρο. Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. παίρνει τη σημερινή μορφή (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Εντυπωσιακή άποψη του Παρθενώνα, φωταγωγημένου τη νύχτα.
* * *η (Α ἀκρόπολις)1. οχυρωμένη τοποθεσία στο ψηλότερο σημείο αρχαίας πόλης, οχυρό, φρούριο2. (ειδικότερα) η Ακρόπολη τής Αθήνας3. (μτφρ.) το προπύργιο, το ορμητήριο, το κέντρο τής δράσης (αποδίδεται σε ανθρώπους και σε τόπους)μσν.το άκρον άωτον, ή η πεμπτουσία«ἡ ἀκρόπολις τῆς κακίας ἡ φιλαργυρία» (Κλήμ. Μ. 8.437c) «Πάσχα... πασῶν τῶν ἑορτῶν κορυφὴ καὶ ἀκρόπολις» (Επιφάν. Μ. 43.468a)αρχ.1. το ψηλότερο σημείο κάθε πόλης (στην Ιλιάδα τού Ομήρου πάντα σε δύο λέξειςἄκρη πόλις, βλ. και ἄκρος)2. φρ. «ἀναφέρομαι εἰς ἀκρόπολιν» ή «γράφομαι ἐν ἀκροπόλει», αναφέρομαι, χαρακτηρίζομαι ως οφειλέτης τού δημοσίου (επειδή στην Ακρόπολη τών Αθηνών βρισκόταν και το δημόσιο θησαυροφυλάκιο και το ταμείο).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκρόπολις, από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα προσδιοριστικών συνθέτων (επιθ. + ουσ.), προήλθε από συνεκφορά σε μια λέξη τής φράσης ἄκρα (ιων. ἄκρη) πόλις» (πρβλ. λ.χ. Ζ88 «νηὸν Ἀθηναίης γλαυκώπιδος ἐν πόλει ἄκρῃ»). Πρώτο συνθετικό τής λ. είναι το επίθ. ἄκρος* (πρβλ. και ἀκρο- (Ι), αρχικά δε η λ. σήμαινε «το ακραίο, το ψηλότερο οημείο μιας πόλης», άρα και «τον ασφαλή, οχυρωμένο χώρο», απ' όπου και η σημ. «οχυρό, φρούριο». Αξίζει να σημειωθεί ότι η δημιουργία τού συνθέτου τοποθετείται σε σχετικά νεώτερη περίοδο, αφού σε ολόκληρη την Ιλιάδα απαντά η φράση «ἄκρη πόλις», και μόνο σε ορισμένα χωρία τῆς (νεώτερης χρονικά) Οδύσσειας χρησιμοποιείται το σύνθετο ἀκρόπολιςπρβλ. θ 494 «ὅν ποτ' ἐς ἀκρόπολιν δόλῳ ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεύς» και θ 504 «αὐτοὶ γὰρ μιν Τρῶες ἐς ἀκρόπολιν ἐρύσαντο». Ίσως έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι η λ. ἀκρόπολις δεν έχει μέχρι σήμερα παραδοθεί στα κείμενα τής Μυκηναϊκής Ελληνικής, όπου και το ίδιο το επίθ. ἄκρος μαρτυρείται μόνο έμμεσα, διά τού ανθρωπωνυμίου Ἀκρόδαμος.ΠΑΡ. ακροπολίτης].
Dictionary of Greek. 2013.